Δευτέρα 24 Ιουλίου 2006


H πραγματική διάσταση του «τι θέλουν οι Ελληνοκύπριοι»

Χρήστος Αλεξάνδρου
Πολιτικός Επιστήμονας

Αμέσως μετά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος της 24ης Απριλίου του 2004 γνωστοί πολιτικοί και δημοσιολογούντες στην Ελλάδα και στην Κύπρο (Άννα Διαμαντοπούλου, Τάκης Χατζηγεωργίου κ.ά) άρχισαν να εκφράζουν μια κάποια απορία δήθεν, με ελεγχόμενη αγανάκτηση για το τι επιτέλους θέλουν οι Έλληνες της Κύπρου ως λύση του κυπριακού προβλήματος.

Αν ασχοληθεί κάποιος λίγο περισσότερο με την εκ πρώτης  αθώα «απορία», θα τη βρει όχι μόνο έωλη αλλά και πονηρή, και αυτό όχι μόνο επειδή πρόκειται για ανθρώπους που υποστήριξαν ευθύς εξαρχής και αναφανδόν το σχέδιο Ανάν. Τι μπορεί λοιπόν να θέλει ένας ημικατεχόμενος και δηωμένος τόπος;
H απορούσα ομάδα των πολιτικών και άλλων ξέρει πολύ καλά τι θέλει η ίδια για το κυπριακό και το τι θα «έπρεπε» ο κυπριακός λαός να θέλει για το πρόβλημα του ή ακόμα και το τι θα «έπρεπε» να του επιβληθεί. Μη τολμώντας όμως να το εκφράσουν ανοιχτά, διατυπώνουν τη γενικόλογη και αόριστη «απορία» για το τι θέλουν οι Κύπριοι ως να είναι δυνατόν ναν περιμένουν μαζική απάντηση από τον λαό. Γιατί δεν τίθεται το θέμα στις κομματικές τους ηγεσίες για να δοθεί  μια ξεκάθαρη απάντηση, πέρα από τα μισόλογα, για το τι πραγματικά θέλουν οι ίδιες για το κυπριακό, οι οποίες παρεμπιπτόντως όχι πριν από πολλά χρόνια  διατύπωναν πολύ πιο ξεκάθαρα τους στόχους τους στο κυπριακό.

Βέβαια η πορεία προς το δημοψήφισμα υπήρξε άκρως αποκαλυπτική για πολλούς και για πολλά και όλοι λίγο-πολύ ξέρουμε τι θέλουν οι ηγεσίες σε Ελλάδα και Κύπρο, είτε βρίσκονται στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση. Η αλήθεια όμως είναι πως υπάρχει πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό. Αυτό εκφράστηκε πολύ πετυχημένα με τις δηλώσεις του Άλβαρο Ντε Σότο στην ΕΡΤ το βράδυ του δημοψηφίσματος: « Άλλα μου έλεγαν οι ηγέτες, ενώ τελικά άλλα ήθελε ο λαός». Ο Ντε Σότο το κατάλαβε, οι δικοί μας δεν το είχαν κατανοήσει και τάχα εκ των υστέρων εκπλήσσονται με αποτελέσματα δημοσκοπήσεων και επικαλούνται τάχα «παραπλάνηση» του κόσμου:
Πράγματι, το πρόβλημα είναι καίριο όχι μόνο για το κυπριακό αλλά εν γένει για την πορεία του νεότερου Ελληνισμού. Μια σχεδόν μόνιμη διάσταση και αντίθεση ανάμεσα στη συμβατική σοφία των ελίτ και στην πλειοψηφία (συντριπτική ή συντριπτικότατη) των Ελλήνων και αυτό βέβαια δεν αφορά τα εθνικά θέματα . Μια διάσταση άλλοτε διακριτή ή λανθάνουσα, άλλοτε κρίσιμη και καθοριστική με αρνητικότατες συνέπειες, όπως στο κυπριακό, και άλλοτε φαινομενικά ανώδυνη. Μια κατά συρροή στην νεότερη ελληνική ιστορία μόνιμη αντίθεση, με τις κατά καιρούς αυτονόητες αυξομειώσεις της, η οποία αποτελεί την πιο εγγενή παθογένεια του πολιτικού συστήματος.

Ως προς το κυπριακό, από «απορούντες» και μη θα αντιταχθεί πως ο πολιτικός αγώνας για τρεις δεκαετίες στόχευε  σε λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και εφόσον οι διαπραγματεύσεις πάνω σε αυτή τη βάση κατέληξαν στο σχέδιο Ανάν, πως και τώρα απορρίπτεται, τι επιτέλους πάθαμε.

Το μπαλάκι ρίχνεται συνήθως στον απόντα εδώ και τρεις δεκαετίες Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Όμως είναι ξεκάθαρο, όπως ήταν και ευθύς εξαρχής, ότι η άποψη  του Μακαρίου για ομοσπονδία είχε γεωγραφικό προσδιορισμό χωρίς μείζονα δημοκρατικά ελλείμματα  στη βάση της φυλετικής καταγωγής. Και το άλλο κύριο συστατικό της στοιχείο ήταν η παροχή ενισχυμένης αυτοδιοίκησης στους Τουρκοκυπρίους. Η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η δημιουργία εκ του μηδενός δύο νέων συνιστώντων κρατιδίων, που υποτίθεται θα αποτελούσαν ένα, η ελάχιστη επιστροφή προσφύγων, όπως και τόσα άλλα ήταν αδιανόητα. Χονδρικά αυτή, η «μακαριακή» ομοσπονδία ήταν και ο στόχος των ηγεσιών σε Ελλάδα και Κύπρο κατά τη δεκαετία  του ’80 υπό τους Ανδρέα Παπανδρέου και Σπύρο Κυπριανού. Το σχέδιο Ανάν δεν προνοούσε  ομοσπονδία αλλά κάτι άλλο, τόσο πρωτοφανές και εκτρωματικό ώστε ο διεθνώς αναγνωρισμένος συνταγματολόγος καθηγητής Δημήτρης Τσάτσος το χαρακτήρισε «έργο παράφρονος».

Οι ευθύνες της κυπριακής ηγεσίας, ιδιαιτέρως των δύο μεγάλων κομμάτων, ΔΥΣΗ και ΑΚΕΛ, είναι τεράστιες. Αρνήθηκαν πεισματικά να συζητήσουν άλλες διαστάσεις και προσεγγίσεις του κυπριακού προβλήματος πέρα από τη λογική της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, που με άλλη τεράστια ευθύνη κατέληξε  στο περιεχόμενο του σχεδίου Ανάν. Όσοι θέλησαν να θέσουν και άλλους «όρους» συζήτησης για το μέλλον της Κύπρου «πατάχθηκαν» με τις γνωστές μεθόδους αποσιώπησης, απόδοσης επιθέτων, και ελέγχου των ΜΜΕ.

Ενώ κατά καιρούς πήγαινε να βγει στην επιφάνεια η αντίθεση του λαού, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, σε ότι ενστικτωδώς αισθανόταν ότι θα σήμαινε η διζωνική ομοσπονδία, οι πολιτικοί ταγοί την απαξίωναν και την υποτιμούσαν. Όταν για παράδειγμα το 1997 διεξήχθη έρευνα από το περιοδικό «Σελίδες» του συγκροτήματος του «Φιλελευθέρου» κατά πόσον οι Κύπριοι ήταν υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, η απάντηση ήταν καταπέλτης: περίπου το 70% απάντησε Όχι – σχεδόν όσοι αργότερα και στο δημοψήφισμα.

Όμως η κυπριακή ηγεσία συνέχιζε απροβλημάτιστη μέσα στη μεγάλη της σοφία τον δρόμο για το σχέδιο Ανάν, δηλαδή το αδιέξοδο. Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος της κυβέρνησης Κληρίδη Μιχάλης Παπαπέτρου- «γκουρού» της φιλοσοφίας του εν λόγω σχεδίου- απέρριψε με μια μονοκοντυλιά την έρευνα ως μη επιστημονική! Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο καθώς και άλλους που αργότερα απαξίωναν την απόφαση του 76% στο δημοψήφισμα αποδίδοντας την σε παραπλάνηση!!

Εδώ και καιρό –αλίμονο- βλέπουμε τα σπέρματα μιας εν δυνάμει προσπάθειας να ενοχοποιηθούν οι Έλληνες της Κύπρου για τις επιλογές τους και επιτέλους «να πουν τι θέλουν», χωρίς οι ίδιοι να έχουν φωνή να υπερασπιστούν τις επιλογές τους, «αφού άλλα έλεγαν οι ηγέτες τους ενώ άλλα ήθελαν οι ίδιοι». Οι ευθύνες των δύο μεγάλων κομμάτων είναι πραγματικά τεράστιες, αφού απέφυγαν συστηματικά να μιλήσουν για το περιεχόμενο της λύσης, υποτιμώντας και παραπλανώντας, πίστεψαν ότι το εν λόγω σχέδιο θα γινόταν δεκτό περίπου ως λύτρωση.

Όμως αλήθεια, ποιος λαός θα αποδεχόταν ένα τέτοιο εξευτελισμό;  Ποιού λαού ο ορθολογισμός και ο πατριωτισμός θα έκανε αποδεκτή μια τέτοια πρόταση «λύσης», που θα τον οδηγούσε στην εθνική και πολιτική του αυτομηδένιση;  


(To κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 24 Ιουλίου 2006)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου