Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

To Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα



Η δημιουργία του «δόγματος» του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου ανάμεσα στην Κύπρο και την Ελλάδα αποφασίστηκε ως γνωστό το 1993 από τις κυβερνήσεις Γλαύκου Κληρίδη και  Ανδρέα Παπανδρέου και ουσιαστικά λειτούργησε από το 1994 έως το 1998 με 1999. Απενεργοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη στα «μουλωχτά» εξαιτίας των προκαταλήψεων και  των ιδεοληψιών που την διέκρινε στο πλαίσιο της «νέας» εξωτερικής της πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο που στο βιβλίο που εξέδωσε για τα οκτώ χρόνια της διακυβέρνησης του δεν ανέφερε λέξη για αυτό.

To «δόγμα» υπήρξε μια κατάκτηση του Ελληνισμού το οποίο επιβλήθηκε με  θυσίες έναντι των άσπονδων φίλων του. Τύγχανε της αποδοχής της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων σε Κύπρο και Ελλάδα – στην πρώτη όπως αναμενόταν περισσότερο – και αυτό είχε πιστοποιηθεί μέσα από σειρά  δημοσκοπήσεων που έγιναν και στα δύο κράτη. Το στήριζαν όλες οι κυπριακές πολιτικές δυνάμεις, με εξαίρεση  το ΑΚΕΛ του οποίου η στάση δεν  ήταν ξεκάθαρη, μια στάση «ναι μεν αλλά». Διέκρινε δήθεν υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια πολιτική που  συνέβαλε στην αναβάθμιση της. Κατά βάθος το ΑΚΕΛ ήταν εναντίον αλλά όμως δεν δήλωσε τη διαφωνία του, μιας και κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετά αντιδημοφηλές και  θα συνεπαγόταν πολιτικό κόστος.

Το θανάσιμο σπιράλ της Διζωνικής Ομοσπονδίας


Αν παρ’ ελπίδα η προπαγάνδα είναι τέτοιας έντασης ώστε οι Έλληνες Κύπριοι αποφασίσουν την αποδοχή του προτεινόμενου τερατουργήματος ως λύση του κυπριακού τότε θα βρεθούμε μεταξύ αναπόδραστων αδιεξόδων. Θα πρόκειται για ένα «σπιράλ»  απομείωσης και καθίζησης της ίδιας της ύπαρξης τους, τόσο της φυσικής όσο και της εθνικής, μέχρι την τελική εξαφάνιση. Ο Ελληνοκύπριος γρήγορα θα διαπιστώσει  ότι η νέα κατάσταση πραγμάτων δεν είχε καμία σχέση με όσα του έταζαν, ούτε ως προς τα δικαιώματα  του, ούτε ως προς την ειρήνευση, και ούτε ασφαλώς ως προς τη πολυθρύλητη οικονομική ανάπτυξη και το «άνοιγμα δουλειών». Ως προς το τελευταίο η θέση που του προορίζεται είναι αυτή του γκαρσονιού, γενικότερα του υπαλλήλου κατώτερων καθηκόντων, σε μεγάλες τουρκικές εταιρείας τις οποίες με τίποτα δεν θα μπορούν να ανταγωνιστούν οι ελληνοκυπριακές λόγω κόστους.